Χρυσόστομος Κονιδάρης - Η άρνηση Тексты

Κι’ έτσι, καθώς, το λιόγερμα οι στεναγμοί ξεδίνουν
και συντροφεύει τ’ όνειρο, μορφή λεπτή κι αιθέρια,
άχρονη, εξαίσια μουσική οι στεναγμοί αναδίνουν
των εραστών, π’ ολονυχτίς αγγίζουνε τ’ αστέρια.

Πράσινες τσόχες, γκέισες, χρώμα και φουλ του άσσου,
στις ράδες μείναν του μυαλού, προσμένοντας πιλότο,
ξέκούρδιστη η κιθάρα σου στην πλάτη του Πηγάσσου,
βρέθηκες μεσοπέλαγα για `να τρελό "γαμώ το".

Κάνε την πλώρη σύχνουδο, οι νυσταγμένες ώρες,
κύμα βουβό λαγκέβομαι, ανάπαψη καμμιά,
στ’ αζήτητα σε ζήτησα, γύρω, με νότα μπόρες,
σφυριά, τυφώνες, κάματος, φωτιές, λιποθυμιά.

Φωτιά και σ’ έκλεισ’ ο καιρός, χάνεις το στοίχημά σου,
το χέρι αντήλιο, να γροικάς μήπως φανεί αχτίδα,
χρόνια ασπρίσαν τα μαλλιά στο ξυλαρμένισμά σου,
ρωτώντας "είδες; άκουσες;", δεν άκουσα δεν είδα.
Этот текст прочитали 508 раз.