Τα μεσάνυχτα σ`ομίχλη είχαμε μπει.
Η πυξίδα όλο κόλλαγε στο νότο.
Του πιωμένου καπετάνιου μας το χνώτο
μύριζε ουίσκι και ρακί.
Μόλις φαίνονταν τα δυο μας πλευρικά.
Μια βραχνή σειρήνα μας καλούσε.
Νυχτοπούλι που στο πέλαγο γυρνούσε,
θύμιζε το πλοίο στ`ανοιχτά.
Πάνε χρόνια μα θυμάμαι τον Ακίμ.
Και μαζί του πέντε φίλους μου χαμένους.
Κάποια ξέρα κι ένα πλοίο στους ανέμους,
που ζητούσε το τιμόνι του να βρει.
Πέρα στης Σουμάτρας τα νησιά
κόρη ολόγυμνη ξορκίζει το φεγγάρι.
Κι ο ξυπόλυτος Ακίμ σκυφτός στ`αμπάρι
τη θυμάται σκυθρωπός και βλαστημά.
Πρώτος είπε πως απόψε πριν να φέξει,
το τιμόνι μας θα σπάσει, θα χαθεί.
Πως το πλοίο κάπου ολόρθο θα σταθεί
και χαλάζι κατακόκκινο θα βρέξει.
Ανατρίχιασε το τσούρμο και ρωτά.
Τέτοια λόγια στοιχειωμένα που τα βρήκε.
Κι αυτός είπε στο μυαλό του πως εμπήκε
του πελάγου μαύρη μάγισσα κρυφά.
Этот текст прочитали 986 раз.