Εγώ είμαι ορφανό παιδί `που μάνα `που πατέρα
τ’ αδέρφια μου με στοίχησαν σε μια βουλγάρα χήρα
Δώδεκα χρόνια έκαμα στα μάτια δεν την είδα
και μια γιορτή μια Κυριακή κι ένα Σαββάτου βράδυ
Έβγαινε η χήρα απ’ το λουτρό κι νιος `που του μπαρμπέρη
ήρθανε κι ανταμώθηκαν σ’ ένα στενό σουκάκι
Δώσ’ μου Κυρά μ’ το δίκιο μου, δώσ’ μου τη δούλεψή μου
Τ’ αδέρφια μου με καρτερούν να πάω να με παντρέψουν
Αν θέλεις ξένε μ’ παντρειά, αν θέλεις αρραβώνα
τρεις σκλάβες έχω όμορφες, όποιαν σ’ αρέσει πάρε
Αν θελ'ς την άσπρη την παχιά, αν θελ'ς τη μαυρομάλλα
κι αν θελ'ς τη ρούσα την ξανδιά που ’ναι γαλανομάτα
'Γω θέλου μια νοικοκυρά και μια καλή γυναίκα
να `ναι ψηλή, να `ναι λιγνή, να μοιάζει σαν και ’σένα
Этот текст прочитали 281 раз.