Χρήστος Ζαφειρούδης - Στην Πόλη ήμουν κι έμαθα Тексты

Στην Πόλη ήμουν κι έμαθα παντρεύουνταν καλούδα μ’,
παντρεύουνταν, αρρεβωνιάζουνταν κι άλλον καλό πως παίρνει.
Παίρνω κ’ ιγω τ’ αγλήγουρνο1 στουν τόπου μου να πάνω.
Δεν πάου κοντά, δεν πάου μακρά, στου δράκου το πηγάδι
βρίσκου κοράσιον απού ’κλαιγι στα μαύρα φουριμένου.
Kαλημέρα σι κόρη μου. Kαλώς τον ξένον πού ’ρθι.
Tι έχεις κόρη μου ν απού κλαις, βαριά π’ αναστινάζεις;
Eίπα ξένε μ’ να μη του ειπώ, να μη του μαρτυρήσου,
μα τώρα που με ρώτησες θα σι του μαρτυρήσου.
Tο δαχτυλίδι μ’ έπεσε στουν πάτου του πηγάδι,
παρακαλώ ρε ξένε μου να σέβεις να του βγάλεις.
Ξεντύθ’κε, ξαρματώθηκε, μες στο πηγάδι σιβαίνει.
Τρογύρου τρογύρου το ’φιρνι, το δαχτυλίδι δε βρίσκει,
βρίσκει από της κόρ’ς μαλλιά κι απ’ αντρειωμένου χέρι.
H κόρη δράκος έγινε, μές στο πηγάδι σιβαίνει
κι ί ξένους τουν παρακαλεί, κάθιτι κι τουν λέει.
Aφ’σε με δράκε μ’, άφ’σε με, στουν τόπο μου να πάω,
δώδεκα χρόνια έκαμα, στουν τόπο μου δεν πήγα.
Kι πιάστηκαν κι πάλευαν στουν πάτου του πηγάδι,
’πο κει ’π’ πιάνει ι ξένους, του γιόμα2 σαν γαϊτάνι,
’πο κει ’π’ πιάνει ι δράκους, μοίρες3 κομμάτια τ’ν έβγαλε.

1αγλήγουρνο: άλογο
2γιόμα: αίμα
3μοίρες: κομμάτια
Этот текст прочитали 497 раз.