Χρήστος Θηβαίος - Μονόλογος στην ανηφόρα ( Κατσαρίδα ) Тексты
Κυρίες και κύριοι
σφίξαν οι ζέστες πάλι κι ανεβαίνω απ’ το φωταγωγό,
τόσο χειμώνα μες στους βόθρους σας επέζησα.
Τώρα χιμάω μέσα από σιφόνια, χαραμάδες αστοκάριστες
σε τάπερ παιδικών τροφών, προμήθειες Τρίτου Παγκοσμίου.
Λίγη ελεημοσύνη λίγδα σ’ ένα σκεύος
θα την έχετε ξεχάσει
γιατί γριές, είστε γριές και βαριόσαστε
και οι νέες, νέες βιαζόσαστε, βιαζόσαστε.
Βέβαια το ξέρω κι ας έχω εκπαιδευτεί,
ζήτημα τύχης είναι να με βρει
μια πονηρή κι ευκίνητη παντόφλα,
ν’ αγκαλιαστώ με νάρκη εντομοκτόνου, ζήτημα τύχης.
Θύμα κι εγώ σαν τόσες άλλες της φυλής μου
που ‘πέσαν άγνωστες σε πλοία, μαγειρεία και λιμάνια αιώνων.
Ξέρω πως είμαι ότι είμαι και σιχαίνεστε
να γίνω ένας λεκές στον τοίχο της ζωής σας
δε με νοιάζει, εγώ θ’ ανέβω,
δε με νοιάζει, εγώ θ’ ανέβω,
έρχομαι, ανεβαίνω.
Μου το ‘χουν πει στα κύτταρα κρυφά
φυσιοδίφες έντρομοι σας το ‘χουν βεβαιώσει
με ή χωρίς το μανιτάρι σας
τα σούπερ μάρκετ κάποτε δικά μας.
Ετοιμαστείτε, κύριοι και κυρίες
να με ψεκάσετε, να με λιώσετε,
γελοίοι και κουφοί που δεν ακούτε
στο ελάχιστο δικό μου σκρατς
τα τρισεκατομμύρια τύμπανα της νίκης.