Χρήστος Γιαννόπουλος - Χωρίς μοντάζ Тексты

Ένας χαμένος κόσμος μες στα μάτια
στα δώδεκα του έμεινε ορφανός
τις Κυριακές μονάχα έβλεπε τη μάνα του
και το χαμόγελο γινόταν ουρανός.
Στη γειτονιά που ξέρουν να δικάζουν
όποιον δε μοιάζει και δεν είναι σαν κι αυτούς
και στη χειρότερη απομόνωση σε βάζουν
χωρίς να ψάχνουνε ποτέ τους αυτουργούς.
Έτσι κι εκείνος πήρε μόνος του το δρόμο
που βγάζει πάντα στ’ ουρανού τη μοναξιά
κόντρα στους άλλους που με πρόσχημα τους νόμους
πάντα υποκρίνονται πως κάνουν τα σωστά.
Τον είδαν κάτω στη Συγγρού να κόβει βόλτες
φτηνό σκυλάδικο και κάλτσα με ραφή
που ο Στέλιος άλλωστε από τα γεννοφάσκια του
ποτέ δεν το ‘κρυψε πως ήταν αδελφή,
γεννήθηκε αδελφή.
Κάτι ανέραστοι, ξεφτιλισμένοι μάγκες
που κάνουν μόστρες με κάτι αυτοκίνητα ακριβά
κι όπου τους παίρνει εκεί το παίζουν τσαμπουκάδες
στο πεζοδρόμιο του την πέσαν μια βραδιά.
Πόσο πηγαίνει τον ρωτήσανε για πλάκα
μα αυτός κατάλαβε πως μύριζε καπνός
απομακρύνεται και κάνει το μαλάκα
ξέρει ν’ ανέχεται τη βίδα καθενός,
το βίτσιο καθενός.
Τον είχαν κάτω μες στις λάσπες ξαπλωμένο
και τον χτυπούσανε με λύσσα σαν σκυλί
ώσπου να φτάσουνε οι μπάτσοι αιμορραγούσε
κανείς δεν τόλμησε να πάει εκεί να δει.
Κάποιο κανάλι απ’ αυτά που φτάνουν πρώτα
για να προλάβουν τα μακάβρια ρεπορτάζ
έριξε πάνω του της κάμερας τα φώτα
ήταν σκηνή τρομαχτική χωρίς μοντάζ,
ζωή χωρίς μοντάζ.
Ο Στέλιος είδε τη ζωή έστω μια νύχτα
να μπαίνει μέσα από τις γρίλιες των σπιτιών
της απομόνωσης του τρύπησε τα δίχτυα
σαν αρουραίους των υπόγειων καναλιών.
Σ’ αυτή την πόλη που όλοι ξέρουν να δικάζουν
όποιον δε μοιάζει και δεν είναι σαν κι αυτούς
μα στον καθρέφτη της οθόνης που κοιτάζουν
ανακαλύπτουν τους δικούς τους εαυτούς,
τους άλλους εαυτούς.
Έτσι κι εκείνος πήρε μόνος του το δρόμο
που βγάζει πάντα στ’ ουρανού τη μοναξιά
μ’ ένα φεγγάρι απ’ αυτά των υπονόμων
σαν φωτοστέφανο στα μαύρα του μαλλιά,
στα μαύρα του μαλλιά.
Этот текст прочитали 132 раз.