Μια γίδα μια φορά κουνώντας την ουρά
εχώθηκε κρυφά να φάει κουκιά χλωρά.
Κουνούσε τη ουρά, κουνούσε την ουρά.
Κουνούσε την ουρά και μάσαγε γερά.
Κι ο μπάρμπας ο κουκάς την άρπαξε με μιας
και τρέχει ο φουκαράς ευθύς στους δικαστάς.
Κουνούσε τη ουρά, κουνούσε την ουρά.
Κουνούσε την ουρά και μάσαγε γερά.
Η γίδα τότε εκεί πολύ προσεκτική
τους νόμους ερευνά και της πηγαίνει να!
Κουνούσε τη ουρά, κουνούσε την ουρά.
Κουνούσε την ουρά και μάσαγε γερά.
Έχει πια αντιληφθεί πως θα τιμωρηθεί
αρπάζει το κλειδί και φεύγει στη στιγμή.
Κουνούσε τη ουρά, κουνούσε την ουρά.
Κουνούσε την ουρά και μάσαγε γερά.