Ένας γέρος ήρκουντάνε
η ψωλή του κρεμουντάνε
δεν ηπολοκρεμουντάνε
μόνο κάτω σερνουντάνε.
Και του `πάντηξε μια γριά,
"γέρο ήντα `ναι αυτού να;"
"Το πουγκέτι μου κυρά μου
που λαλώ την αετιά μου".
Μα η γριά η κουτσοδόντα
που `χε φτάσει τα οδόντα,
"έλα γέρο με τα μένα
που `ν’ τα μέσα μου καμένα".
Και της δίνει μια στα σκέλια,
ξεκαρδίζεται στα γέλια.
Этот текст прочитали 316 раз.