Σε γνώρισα χιλιόμορφη,
στις θάλασσες του νότου,
εκεί που πρωτοέμαθα,
τι πάει να πει χασίς.
Με ρώτησες τι κάναμε,
'κει πίσω από το λοφάκι,
σου είπα την ακούγαμε,
στερεοφωνικά.
Γαιδαροφρύδα μάγισσα,
πριγκίπισσα του κώλου,
με μάγεψε το βλέμμα σου,
το βλέμμα το μπλαζέ.
Στα καλντερίμια ξενυχτάς,
με την λουμπεναρία,
και με μαλλί αγέρωχο,
τον ουρανό κοιτάς.
Κουνούπια σε τσιμπάγανε,
σε είχανε ταράξει,
την πανακόλα έβριζες,
και μέσα το στανιό.
Θυμάμαι σου απήγγειλα,
Σεφέρη, Καρυωτάκη,
και `συ δεν καταλάβαινες,
αγάπη μου, Χριστό.
Σου είπα να τα φτιάξουμε,
και μου `πες "κάνεις χιούμορ",
την ρόμπα τότε τύλιξα,
και πήρα το λοσπού.
Και χάθηκα στην άβυσσο,
μιας κίτρινης ημέρας,
άντε να πας στον διάολο,
αγάπη μου γλυκιά.