Χατ Τρικ - Τσαμπουκάς Тексты

Τα μηνίγγια σου πονάνε και το βλέμμα τρεμοπαίζει
οι κουβέντες περισσεύουν κι ένα μαχαίρι στο τραπέζι
σε οδήγησε εδώ πέρα στης δικαίωσης την πόρτα
η γριά πουτάνα πόλη και τα κίτρινα της φώτα.
Μα δεν γεννήθηκες χαζός γι αυτό ποτέ σου δεν το χάνεις
πάντα κάνεις ότι λες μα πότε δε λες αυτά που κάνεις.
Θα τους εξηγήσεις όλες τις θεωρίες σου
όταν θα τους ξεκολλάνε έναν έναν από τις αρβύλες σου.
Το μυαλό σου σταματάει κι η καρδιά σου δυνατά χτυπάει
και νομίζεις πως γεννήθηκες γι αυτόν τον τσαμπουκά.
Πίσω ρίχνεις την μάτια σου τα παιδιά της γειτονιά σου
ακολουθάν.
Σε μια νύχτα πρέπει να ξεχάσεις όσα μια ζωή σου πήρε να μάθεις
μες στα εθνικά υπόγεια των ραγιάδων τα σχολειά.
Ότι πάρεις κι ότι δώσεις φτάνει ζωντανός να νοιώσεις
και ορμάς.
Περιμένεις σαν μια βόμβα κάτω απ' τ’ αμάξι κολλημένη
να γυρίσει το κλειδί στη μαύρη τεθωρακισμένη.
Κάποιου που ‘βαλες στο μάτι και που σίγουρα θα φταίει
που σου κόβεται η ανάσα κάθε φορά που αναπνέει.
Μα ο χρόνος σου τελειώνει κι ο αέρας λιγοστεύει
το πρόσωπο σου σκοτεινιάζει και ξανά μπελά γυρεύει.
Και φαντάσματα στοιχειώνουν την αγνή σου επιθυμία
ν’ απαντάς στο μίσος μ’ αγάπη μα στη βία πάντα με βία.
Το μυαλό σου σταματάει κι η καρδιά σου δυνατά χτυπάει
και νομίζεις πως γεννήθηκες γι αυτόν τον τσαμπουκά.
Πίσω ρίχνεις την μάτια σου τα παιδιά της γειτονιά σου
ακολουθάν.
Σε μια νύχτα πρέπει να ξεχάσεις όσα μια ζωή σου πήρε να μάθεις
μες στα εθνικά υπόγεια των ραγιάδων τα σχολειά.
Ότι πάρεις κι ότι δώσεις φτάνει ζωντανός να νοιώσεις
και ορμάς.
Этот текст прочитали 455 раз.