Σαν ήμουνα κι εγώ μικρό παιδί
ρωτούσα για να μάθω καθετί.
Ρωτούσα κάθε μέρα τον μπαμπά και τη μαμά
να μάθω πώς γεννιούνται τα παιδιά.
Κοιτούσε ο μπαμπάς μου τη μαμάκα μου κλεφτά
και μου `λεγαν κι οι δυο τα λόγια αυτά:
Μου λέγαν οι δασκάλοι στο σχολειό
πως για να μάθω πρέπει να ρωτώ.
ρωτώντας παίρνει βόλτες το μυαλό σου το αργό
και ρώταγα συνέχεια κι εγώ.
Τι, πώς και πού και ποιος και πότε κι όταν και γιατί
και μου `λεγαν τραβώντας μου το αυτί
Ρωτούσα στη δουλειά το διευθυντή
γιατί δεν ανεβαίνουν οι μισθοί.
Γιατί θα πρέπει να ψωνίζω εγώ στη λαϊκή
και να `χω γίνει εικόνα μαγική.
Γιατί να τη βολεύω συνεχώς με δανεικά
κι εκείνος μου απαντούσε φιλικά:
Ο γιόκας μου ρωτάει συνεχώς
μπαμπάκα μου τι πάει να πει φτωχός.
Τι πάει να πει κονόμα τι θα πει «θα φας καλά»
παιδί είναι και ρωτάει για πολλά.
Του φτιάχνω χαρακτήρα, του μιλάω σοβαρά
και πάντα του απαντάω καθαρά: