Ακούσεται να σας ειπώ
τι μου ‘κανε μια χήρα
με κάλεσε στο σπίτι της
για να της παίξω λύρα
Παίρνω και γω τη λύρα μου
στο σπίτι της και πάω
γιατί μου είχε έτοιμο
πιλάφι για να φάω
Σαν έφαγα και χόρτασα
και γέμισε η κοιλιά μου
βλεπώ την χήρα κι έρχεται
και κάθησε κοντά μου
Και μου ’πε πως παντρεύτηκα
κι έναν άντρα πήρα
σε λίγο όμως πόθανε
κι εμείνα πάλι χήρα
Και τώρα πάλι μόνη μου
κοντεύει ν’ αποθάνω
συχνά το συλλογίζομαι
τι διάολο να κάνω
Κι αυτή η αφιλότιμη
με γέλιο και με νάζι
με τα σταρένια μπράτσα της
σφιχτά με αγκαλιάζει
Στ’ ορκίζομαι στα νιάτα μου
ψέματα παίζω λύρα
δεν ημπορώ να σας ειπώ
τον φόβο που επήρα
Λέω για όνομα θεού
τι είναι αυτό που κάνεις
εγώ είμαι να τιμιό παιδί
μη θες να με ξεκάνεις;
Этот текст прочитали 575 раз.