Αχώριστη παρέα
στον κόσμο μιας αυλής
κοπέλια ο Νικήτας
εγώ και ο Στελής.
Είχε θολό ποτάμι
ζερβά `που το χωριό
και κάναμε καράβια
με κούπες καρυδιώ.
Ποτέ για το Νικήτα
δε λέει κιανείς κακό
γιατί από φαμέγιος
γίνηκε αφεντικό.
Επρόβαιρνε η μάνα
του άλλου στη στροφή
να μην αλαργοπάρει
φοβούντανε σαφή.
Κανείς δεν τον ξανάδε
πάει καιρος πολύς
που εκίνησε να φύγει
στα ξένα ο Στελής.
Κι ανε βαρούν οι χρόνοι
κι αφήνουν μελανιές
μονάχος παίζω ακόμη
χωστό στσι γειτονιές.
Καημένοι μπουνταλάδες
μη με πειράζετε
τον κόσμο με το γέλιο
δεν τον αλλάζετε.
Και συ που με γυρεύγεις
στα νέφη του βοριά
έχω χωσά πιτήδεια
για την κακοκαιριά.
Στου ποταμού το ρέμα
σαν ψάξεις θα με βρεις
κάνω ταξίδια μύρια
σ’ ολόκληρη τη γης.
Этот текст прочитали 500 раз.