Το μεράκι το πουλούνε στον παράδεισο,
μα στην κόλαση φυτρώνει και στην άβυσσο.
Αχ καρδιά μου, ταξιδεύτρα, κάνε υπομονή,
τόπο σπιθαμή δεν έχει, να μη σε πονεί.
Τα καράβια ξεφορτώνουν την πραμάτεια μου,
νά `βλεπες την ομορφιά σου με τα μάτια μου.
Πόσο το πουλείς το ντέρτι, πόσο το πουλείς;
αίμα τση καρδιάς σού δίνω για να μού μιλείς.
Στο παλιό το πατρικό μου, στην αυλόπορτα,
μιά αγάπη ξεχασμένη κι αγριόχορτα.
Αχ θλιμμένη Παναγιά μου, δώσ’ μου μια ευχή,
πού `μαι σαν το ερημοπούλι μέσα στη βροχή.
Этот текст прочитали 359 раз.