Στην απεναντινή κορφή, του Δράκοντα η ράχη,
και η βραχομουσούδα του ρουμπίνια μάτια να `χει.
Κι απά στο κωλοράδι του, σπυρί το ερημοκλήσι,
κούφια ελπίδα, της οργής την ώρα να ξορκίσει.
Ποτάμιζαν τα λέπια του χωριά, ελιές κι αμπέλια
κι ακούγονταν μόνο πουλιά και των παιδιών τα γέλια.
Κι ο κόσμος εκυμάτιζε με την αναπνοή του,
σα να `τανε μωρού παιδιού ο ύπνος, η ζωή του.
Και τ’ όνειρο σαν το νερό απ’ του μυαλού τις βρύσες
ξέφευγε και σχημάτιζε τον κόσμο στις αισθήσεις.
Этот текст прочитали 523 раз.