Με τ’ ουρανού τα ντέρτια κι αν πηγαίνω μικρή να μου συμπαθείς
σαν την παλιά παρέα συνεπαίρνει και πως να την αρνηθείς
Θέλω να σου μιλήσω γιά χαμένες πατρίδες αλλοτινές
προτού γενούν κι εκείνες παραμύθια και θύμησες μακρινές
Πατρίδα αλαργινή
ρίχνει με το σταμνί
μακρύς χειμώνας
Σκέψου περβόλιν όμορφο κι ονειρεμένο τόπο
που η κάθε βιόλα μύριζε με το δικό της τρόπο
Φύσα Βοριά το Νότο κι ως το γλέντι μας έφταξ’ ο στεναγμός
με δάκρυα γεμάτος είναι ο πρώτος μεγάλος μας ποταμός
Ανατολή και Δύση και μουρμούρι π’ ακούγεται σαν λυγμός
άγιο αίμα έχει μες στα στήθια του ο άλλος μας ποταμός
Μιαν ανοιχτή πληγή
κάθε κομάτι γη
όταν ξεχνιέται
Λίγο μεράκι της καρδιάς δώσε ν’ αντέξει ακόμη
κι όλοι οι καιροί το δέρνουνε τούτο το σταυροδρόμι
Ώρες νεκρές σαπίζουν μες σε σπίτια που μοιάζουνε με κελιά
και μαγικές εικόνες μας κλειδώσαν τη σκέψη και τη μιλιά
Φιδοσυρμός ο κόσμος και πηγαίνει καλή μου χωρίς σκοπό
φοβούμαι μη σε πάρει, άκουσέ με μικρή μου που σ’ αγαπώ
Ψεύτικοι οι θεοί
τα θαύματα και οι
γιορτές παζάρια
Πολύχρωμα, φανταχτερά, μα ψεύτικα ταξίδια
που δεν αλλάζουν τίποτα κι όλα απομένουν ίδια
Δε με τρομάζει ο χρόνος καβαλάρης μικρή μου κι ανέ περνά
μόνο σαν παίρνει φίλους την καρδιά μου ραΐζει και με γερνά
Όσα ζευγάρια μάτια έχω ζήσει και πιά δεν ξαναθωρώ
τόσα ζωής κομάτια έχω αφήσει στο δρόμο που προχωρώ
Το τέλος παγερό
μοιάζει με τον καιρό
η μοναξιά μας
Δεν ειν’ το δάκρυ το στερνό γιά κείνον που ποθαίνει
μα γιά θανάτους εκατό κρυφούς δικούς μας βγαίνει
Εγώ `μαι ένας ξένος κι όσα αγάπησα κι έχουνε πιά χαθεί
τά `χω ακριβοφυλάξει στης καρδιάς μου τον τόπο τον πιό βαθύ
Το προσωπάκι γείρε κι αφουγκράσου στο στήθος μου μια καρδιά
με του Γενάρη μοιάζει την πιό άγρια και σκοτεινή βραδιά
Φύγε πριν πληγωθείς
μακριά μου να σωθείς
και ας πονέσει
Θα πουν γιά με πως ήμουνα στο τέλος του χειμώνα
λουλούδι που δεν άντεξε στο γύρισμα του αιώνα