Χαΐνηδες - Κοντυλιές του Δον Χουάν Αντόνιο Κασέρες Тексты

Τίναξε, νύχτα μάγισσα, το μαύρο σου σεντόνι
να πέσει στο κορμάκι μου των αστεριών η σκόνη.

Φεγγάρι μου, χαμήλωσε και κάτσε στα μαλλιά μου
απόψε για στερνή φορά θα `ρθει στην αγκαλιά μου.

Ε ηλιαχτίδα μου χρυσή, κλωστή μου τεντωμένη
που πιάνεται μικρός Θεός στη γη και κατεβαίνει.

Ήλιε μου ελαφροκυνηγέ, στα συννεφένια δάση
στέλνω γεράκι την καρδιά στον ώμο σου να κάτσει.

Τόσες κραυγές σε μια σιωπή πες μου πώς έχεις κρύψει
και στο χαμόγελό σου πώς χώρεσε τόση θλίψη.

Οι σκέψεις και τα λόγια μου καράβια στοιχειωμένα
πλένε σε σκοτεινά νερά, πιάνουν λιμάνια ξένα.

Είναι οι μέρες μου θλιβές κι οι νύχτες δίχως άστρα
κι εγώ αλλόκοτη σκιά σ’ ερειπωμένα κάστρα.

Το δαχτυλίδι τση χαράς το `χασα στα ποτάμια
το βρήκε μια νεράιδα που βγήκε απ’ τα καλάμια.

Με πιάνει μερικές φορές και θέλω να σκοτώσω
τον εαυτό μου τον παλιό που αγαπούσα τόσο.

Ψυχή μου, πεταλούδα μου στου πρωινού την πάχνη
και σκλαβωμένη απ’του καιρού την γκρίζα την αράχνη.

Γυρίζεις τις σελίδες σου κι οι λέξεις δεν αλλάζουν
οι μέρες που πεθαίνουνε είναι αυτές που μοιάζουν.

Πώς θα ’θελα να γυμνωθώ και μακριά να τρέξω
απ’ τις στολές που μ’ έντυσαν χωρίς να τις διαλέξω.

Στο γέλιο του μικρού παιδιού και στου τρελού το δάκρυ
βρήκα τη μέση τση καρδιάς και του ντουνιά την άκρη.

Του `λέγαν πως δε σκέφτεται κι εκείνος απαντούσε
αν η καρδιά, σκεφτότανε τότε θα σταματούσε.

Γαλάζιες πέτρες οι στιγμές κι ο χρόνος αλυσίδα
που μου `σπασε απ’ το λαιμό όταν σε πρωτοείδα.

Αργά προς τα ουράνια πήγαινε τ’ άλογό μου
μια Κυριακή που σμίξαμε στην ερημιά του δρόμου.

Γίνομαι κρίνο στο γιαλό και στη στεριά κοράλλι
κι ό,τι δεν είχα φανταστεί μες στη δική σου αγκάλη.

Τα λόγια μου κρεμάστηκαν στου έρωτα τ’ αχείλι
σαν τα παιδιά που κλέβουνε ένα τσαμπί σταφύλι.

Αγκάθινο στεφάνι μου και κράνυχα του γύπα
τα λόγια που δεν άκουσα κι εκείνα που δεν είπα.

Από τις τρύπες των καρφιών στα κόκκινά μου χέρια
πετάξανε στον ουρανό δυο άσπρα περιστέρια.

Η θάλασσα είναι μακριά στ’ απέραντου την άκρη
μα τηνε θρέφει του βουνού το κρουσταλένιο δάκρυ.

Ο άνεμος κοιμήθηκε στης θάλασσας τη ράχη
σαν ν’ αγαπήθηκαν ξανά ύστερα από τη μάχη.

Όνειρο, πίθηκε τρελέ, στ’ ακρόκλαδα τση σκέψης
που πας στον κήπο του Θεού το μήλο να του κλέψεις.

Ρώτησα το γέρο Θεό το νόημα του κόσμου
και μου `πε εικοστέσσερα ελεφαντάκια δώσ’ μου.
Этот текст прочитали 290 раз.