Κι ανάδια, θρόνος ξύλινος, στο χρώμα του χωμάτου,
κι αριστερά και πιο ψηλά, ο ήλιος του θανάτου.
Κι από τον ήλιο κρέμονταν γυάλινη φυσαλίδα,
που μέσα μ’ όψη νεκρική τον εαυτό μου είδα.
Και τ’ άδειου θρόνου συντροφιά, απ’ τη μεριά την άλλη,
μορφή που μού `μοιασε πολύ με λιόπαρδου κεφάλι.
Этот текст прочитали 281 раз.