Θα κρυφτώ στην αποθήκη
μαζί με τ’ άχρηστα που έχεις στοιβαγμένα,
μια σπασμένη καρέκλα με περιμένει,
μια σπασμένη καρέκλα με περιμένει
κοντά σιο μπαούλο, που χάσκει σαν ειρωνεία.
Μ’ ακούς;
Θα στηρίξω τα πόδια μου πάνω σε μια στοίβα αιτίες,
όπως ο κυνηγός βάζει το πόδι του πάνω στο σκοτωμένο θήραμα,
θα αναπνέω τη σκόνη,
θα σε κοιτάω μέσα απ’ το πέπλο της αράχνης.
Μ’ ακούς;
Εκεί είναι η θέση μου,
εκεί είναι η θέση μου, κρυμμένος απ’ το μέλλον,
ναι, αρχόντισσα των προσδοκιών,
μικρό, καταπράοινο φυλλαράκι,
τρελαμένη μου πυξίδα,
που ήλθες σαν παραίσθηση,
σαν φύσημα του ανέμου και στάθηκες
απούσα στο μπαλκόνι...