Ρωτόκριτε, ίντα θέλω μπλιό τη ζήση να μακραίνω,
ποια ολπίδα μπλιό μου `πόμεινε και θέλω ν’ ανιμένω;
Δίχως σου πώς είν’ μπορετό στον κόσμο μπλιό να ζήσω.
Ανάθεμα στο ριζικό στ’ αφύλαγεν οπίσω!
Με τη ζωή σου είχα ζωή και με το φως σου `θώρου,
τα πάθη μου θυμώντας σου επέρνου σαν εμπόρου.
Αρνήθηκα τα πλούτη μου, τον κύρη και τη μάνα,
ποτέ δεν εβαρέθηκα τα πάθη που μου `κάμαν.
Θυμώντας σου Ρωτόκριτε πως μου `σουν νοικοκύρης,
εγίνον σου και μάνα μου, εγίνον σου και κύρης.
Για σένα ενεστέναζα, για σένα είχα πόνους,
για σένα βασανίζομαι σήμερα πέντε χρόνους.