Το χάραμα πήρα
του ήλιου το δρόμο
κρεμώντας τη λύρα
τη δίκαιη στον ώμο
κι απ’ όπου χαράζει
κι ως όπου βυθά
Παράμερα στέκει
ο άντρας και κλάιει
αργά το ντουφέκι
σηκώνει και λέει
σε τούτο το χέρι
τι κάνεις εσύ;
Ο εχθρός μου το ξέρει
πως μου `σαι βαρύ
Της μάνας ω! λαύρα
τα τέκνα τριγύρου
φθαρμένα και φαύλα
σαν ίσκιος ονείρου
λαλεί το πουλάκι
στου πόνου τη γη
και βρίσκει σπυράκι
κι η μάνα φθονεί
Этот текст прочитали 277 раз.