Σ`ένα χωριό πιο μακριά
από αυτά τα μέρη,
υπήρχε μια τεράστια,
πράσινη, άγρια φτέρη.
Μα η φτέρη στο τραγούδι αυτό
δε θα σ`απασχολήσει
γιατί πρωταγωνίστρια
είναι η από κάτω βρύση !
Ήταν μια βρύση πέτρινη
μ`ένα προβληματάκι...
Σαν άνοιγε, δεν έβγαζε
τρεχούμενο νεράκι !
Αυτή η βρύση έβριζε
εκείνους που διψούσαν
κι αυτοί απομακρύνονταν
και δυσανασχετούσαν.
"Είμαι η βρύση του χωριού !
Κανέναν δεν ποτίζω !
Κι όσο εσείς μ`ανοίγετε,
τόσο εγώ θα βρίζω !"
Μια μέρα όμως που φύσαγε,
Δευτέρα μεσημέρι,
της ρίξανε οι κάτοικοι
στο στόμα της πιπέρι !
Η βρύση τότε ξύπνησε
και πάει να τους τα ψάλει,
μα απ`το χρυσό το στόμιο
νεράκι ξεπροβάλλει.
Όμως κανείς δεν πρόσεξε
μια χούφτα από πιπέρι
που απ`τον αγέρα σκόρπισε
και έπεσε στη φτέρη...
Το πρόβλημά τους λύθηκε.
Νεράκι η βρύση στάζει.
Μα η φτέρη όλο φτερνίζεται
στιγμή δεν ησυχάζει !
Και έτσι εύκολα κι απλά
μία απροσεξία,
στην άσημη τη φτέρη μας
άλλη θα δώσει αξία...
Κι από κομπάρσα θα κληθεί
να πρωταγωνιστήσει
κι αλίμονο στη βρύση μας
που δεν μπορεί να βρίσει !
Этот текст прочитали 364 раз.