Ο Μπενίτο κάθε βράδυ, στο Παλάτσο ξενυχτάει,
για να μάθ’ έχει μανία, κάτι από την Αλβανία.
Το τηλέφωνο στο χέρι, όλη νύχτα στο καρτέρι,
πες μου φίλε Καβαλλέρο, το τι γίνεται να ξέρω.
Άκου Ντούτσε μου τα νέα, φίνα, σοβαρά κι ωραία,
ένα μπρος και δύο πίσω, πώς να σου τ’ ομολογήσω.
Τι χαμπέρια να σου στείλω, που μας ρήμαξαν στο ξύλο,
μας τσακώνουνε αράδα και μας στέλνουν στην Ελλάδα.
Κένταυροι και Βερσαλιέροι, όλος ο ντουνιάς το ξέρει,
πως κι οι τρομεροί μας Λύκοι κάθε μέρα και μια νίκη.
Τους τσακώνουνε κοπάδια οι τσολιάδες τα λιοντάρια
και τους πάνε στην Αθήνα κι έτσι την περνούνε φίνα.
Ο Μπενίτο χρώμα αλλάζει και τον Γκάιντα του φωνάζει,
βάλε μπρος τη μηχανή σου και την όμορφη φωνή σου.
Πες πως έχουμε μια νίκη και το μέλλον μας ανήκει,
μπρος γκεμνός και πίσω ρέμα, μέσα στ’άλλα κι άλλο ψέμα.