Αφού είχε πονέσει και δακρύσει πολύ
για κάποια γυναίκα που είχε γνωρίσει τρελή,
μπρος στα μάτια μιας μικρής καστανά
όλ’ αμέσως τα ξεχνά και μόνος θλιμμένος
ρωτά την καρδιά του ξανά:
Τι έχεις κι όλο κλαις
και δε μου το λες φτωχή καρδιά μου,
ποιος σού `πε ν’ αγαπάς
κι όλο να σκορπάς τα δάκρυά σου;
Στο `πα να προσέξεις
με γυναίκα να μην ξαναμπλέξεις.
Τι έχεις κι όλο κλαις
και δε μου το λες, φτωχή καρδιά μου;