Το ρεύμα είναι υπόγειο παντού στεγανά
πού να κρυφτείς να χαθείς να ξεχάσεις
τα κύτταρά σου παίζουν στη διπλή μοναξιά
και όσα κέρδισες ξανά θα τα χάσεις.
Ο ήλιος είναι απρόσιτος δε κάνει να δεις
χωρίς γυαλιά και παρωπίδες δεν αντέχεις
μεσ’ το τσιμέντο της ομίχλης ένας άλλος κανείς
κι αναρωτιέσαι αν σε έχουν ή αν τους έχεις.
Μα εγώ θα μείνω εδώ μέσα στη δύνη των καιρών
να τραγουδάω λαϊκά γι’ αυτό που μας ανήκει
στην άδεια κιβωτό μέσα στη τρέλα των καιρών
εμείς οι δυο θα ψάχνουμε στην άμμο το χαλίκι.
Αιχμάλωτος του χτες δεν έχει χώρο να μπεις
το δάσος γκρι το κύμα είναι λαδωμένο
και μια περίφραξη στα όνειρα της νέας ζωής
η ανάσα μοιάζει με ένα σίδερο αναμμένο.
Και γύρω σου φτερά από κορμιά ανοχής
στίγματα ασώματα αργής λεηλασίας
πειραματόζωα της σκόνης και της δήθεν φυγής
σε καταφύγια της πρώτης ευκαιρίας.
Τα θέλω σου πληγώνουν μα δε γίνεται αλλιώς
και γύρω οι σάπιοι σου γυρεύουνε τα ρέστα
η ευθύνη είναι δική σου και μπροστά ο χαμός
πίσω οι επώνυμοι που στήνουνε τη φιέστα.
Το βήμα χάνει βήμα και τραβάει στο κενό
τι θέλουν και χτυπιούνται τα θρανία
σε καταργούνε κι από πάνω σε ζητάνε λευκό
δικό τους άλλοθι στη φαρσοκωμωδία.
Το σύστημα δουλεύει από καιρό παστρικά
βιτρίνες διαφημίσεις προσωπεία
τα βύσματα τραβάνε υπερωρίες τυφλά
και τα υπόλοιπα να μένουν στη γωνία.
Οι φίλοι σε πουλάνε οι σοφοί τα γνωστά
τραγούδια μεσ’ το δίχτυ της αράχνης
και τα όνειρά μας στα παγκάκια ξεσκισμένα γυμνά
ψάχνουν για όνειρα που δε τα καίει ο Μάρτης.