Το μπάρκο ήτανε φτηνό μά τό `χες τόσο ανάγκη
γιατί ήσουνα στα δεκαοχτώ αγρίμι στο κλουβί
ήθελες λέει να ξοριστείς στου ορίζοντα τα βάθη
ταξίδι πέρα απ’ το άγνωστο στην άγονη γραμμή.
Ο πρώτος ήταν ζόρικος μα διπλοαγαπημένος
μιλούσε πάντα απότομα και μονολεκτικά
για μιαν αγάπη πλήρωνε ισόβια δικασμένος
γι’ αυτό είχε κι άλλο όνομα σαν έπιανε στεριά.
Κόντρα σε κόντρα άνεμους και θάλασσες με φίδια
χωρίς θεό ξυλάρμενος σε κάργα τροπικούς
σε καταιγίδες του Νοτιά που τρέμανε τα χείλια
και στ’ αγριεμένα κύματα που δε χωράει ο νούς.
Θυμάμαι κάποιο απόβραδο σε βάφτισαν στο πιώμα
στης Αλεξάνδρειας τα στενά δυο τύποι απ’ το Περού
κι οι άλλοι απ’ το Μπέργκαμο που σού `δειξαν στο στρώμα
πώς τρέχουνε τα δάχτυλα στο σώμα του αλλουνού.
Μετά κάποια Χριστούγεννα αλλιώτικα στο Αλγέρι
όπου πρωτοερωτεύτηκες μια βρώμικη θεά
παράδεισος ή κόλαση μα ποιος στ’ αλήθεια ξέρει
τί πάει να πεί "χανόμαστε μα θέλω κι άλλη μιά"...
Κι ήρθαν τα κάτω πάνω μας στης Ίντιας τα μέρη
που χτύπησαν οι φλέβες σου σαράντα πυρετό
τις νύχτες παραμίλαγες σου κράταγα το χέρι
μα εσύ'θελες τη σκρόφα σου και το μικρό σου γυιό.
Πώς να λυθούν τα μάγια σου πώς να κοπεί η συνήθεια
είκοσι χρόνια πέλαγα κοντά μισή ζωή
που κολυμπάει το χτικιό και σου τρυπάει τα στήθεια
κι ύστερα φταίει το "ύστερα" κι η σκόνη η λευκή.
Σ’ ένα παλιό γκαζάδικο σε είδε ένα λοστρόμι
να τριγυρνάς σε χίμαιρες ναυάγιο στ’ ανοιχτά
ζωή χωρίς αντίκρυσμα ποιος να σου πεί συγγνώμη
στη πλώρη εκεί ανάσκελα με τα όνειρα ψηλά.