Βάλε τα χρυσά σου τζοβαΐρια
και βγες σεργιάνι στις απάνω γειτονιές,
να ζωντανέψουν τα κλειστά τα παραθύρια
και να χορέψουν οι πικρές οι λεμονιές.
Δεκαοχτώ χρονώ κι είσαι πικραμένο,
δεκαοχτώ χρονώ κι έχεις και σεβντά.
Δες τον ουρανό τον ερωτευμένο,
μόλις μου μιλάς αστράφτει και βροντά.
Βάλε και γαρίφαλο στ’ αυτί σου
αυτό τ’ αστέρι που ’χω κόψει από βραδίς.
Κι ύστερα χτύπα το πορτί του παραδείσου
να προσκυνήσουν οι αγγέλοι για να μπεις.
Δεκαοχτώ χρονώ κι είσαι πικραμένο,
δεκαοχτώ χρονώ κι έχεις και σεβντά.
Δες τον ουρανό τον ερωτευμένο,
μόλις μου μιλάς αστράφτει και βροντά.