Κάθε άνοιξη το Μάη
μια γαλάζια φάλαινα που πολύ πεινάει
βγαίνει στη Βαραδουάη
κι όλα θέλει να τα φάει.
Όταν πάνε να τη διώξουν
ή με κόπο να τη σπρώξουν
στη θάλασσα απ’ την παραλία
τρώει μια μεραρχία
χωρίς καθόλου δυσκολία.
Τα πολυβόλα καταπίνει και τα βλήματα
χωρίς πολλά προβλήματα
τρώει με φόρα τ' αεροπλάνοφόρα
πηλίκια, αρβύλες, κράνη,
καταπίνει μάνι μάνι το μισό λιμάνι
και τα μεγάλα τα κανόνια
της γαργαλάνε τα σαγόνια.
Τρώει επιλοχίες, στρατηγούς,
υπασπιστές, οπλαρχηγούς,
τους τυμπανιστές, τα τύμπανά τους,,
τους σαλπιγκτές και τα χρυσά κουμπιά τους.
Άσε που τρελαίνεται να μασάει παράσημα,
της αρέσει δηλαδή το μάσημα
και τρώει σα μαρίδες
των αρχιναυάρχων τις επωμίδες.
Γι αυτό στη Βαραδουάη
οι ναύαρχοι αλλάζουν χρώμα
όταν βλέπουν φάλαινα με ανοιχτό το στόμα.
Γι’ αυτό στη Βαραδουάη οι υπασπιστές
έχουν τις πόρτες τους κλειστές,
κρύβονται στις σάλπιγγες βαθιά οι σαλπιγκτές
και πού τους χάνεις, πού τους βρίσκεις τους τυμπανιστές,
τελίτσες να παίζουν στις καταπακτές.
Γι’ αυτό στη Βαραδουάη αν κανένας στρατηγός
την ώρα που τρώει εφτά εκλέρ
ή έχει κλειστεί απέξω απ' το ασανσέρ
δει μια φάλαινα ο στρατηγός
αρχίζει να παραπατάει, τρέμει σα λαγός
κόβει μαργαρίτα, τη μαδάει και ρωτάει
"Θα με φάει η φάλαινα ή δε θα με φάει;".