Ήρθες απ’ τ’ άγνωστο καβάλα στ’ όνειρο
κι έτριξαν τα βράχια στην ερημιά.
Κρατούσες τη νύχτα στο `να σου χέρι
κι είχες στα μάτια μεγάλη φωτιά.
Μικρέ καβαλάρη τέτοιο πουλάρι
δεν το `χε αλήθεια ποτέ του κανείς,
μονάχη η κόρη κεντούσε στ’ αστέρια
και πρόσμενε βράδυ να πας να την βρεις.
Ήρθες απ’ τ’ άγνωστο, μεγάλος σαματάς
κι έδιωξε ο ήλιος τη συννεφιά.
Κρατούσες τη μέρα στο `να σου χέρι
κι είχες στα στήθια του πόνου σκότια.
Μικρέ καβαλάρη τέτοιο πουλάρι
δεν το `χε αλήθεια ποτέ του κανείς,
μονάχη η κόρη κεντούσε στ’ αστέρια
και πρόσμενε βράδυ να πας να την βρεις.
Этот текст прочитали 365 раз.