Απέραντη πόλη, ατέλειωτοι δρόμοι
και όταν νυχτώνει
στο πλήθος του κόσμου κανένας δικός μου
που να ’ν’ ο άνθρωπός μου.
Πού να σε βρω, ποιες γειτονιές να γυρίσω;
Χάθηκα, χάθηκα, δε θα σε βρω.
Πού να σε βρω, ποιον ουρανό να ρωτήσω;
Χάθηκα, χάθηκα, δε θα σε βρω.
Χαφιέδες κι αλήτες, προστάτες και πόρνες
τα ίδια πουλάμε,
κι ο ένας στον άλλον για όσα μας φταίνε
ποτέ δε μιλάμε.
Δειλοί και λεβέντες, φονιάδες και άγιοι
για πάρτη μας όλοι,
σαπίλα και μπόχα απ’ άκρη σε άκρη,
με πνίγει η πόλη.