Τη στράτα παίρνω, το στρατί,
τη στράτα παίρνω, το στρατί,
στρατί το μονοπάτι και σε νοιάζομαι,
άμα δε σε δω μιαν ώρα κομματιάζομαι.
Ότι σ’ αγαπώ καλή μου να σου έλεγα
μη μ’ αφήνεις μοναχό μου μισοπέλαγα.
Σαράντα νύχτες ξενυχτώ,
σαράντα νύχτες ξενυχτώ,
τη μια πάνω στην άλλη για χατήρι σου,
με παρηγορεί το φως στο παραθύρι σου.
Θέλω μοναχή να σ’ έβρω στο σπιτάκι σου
κι είσαι με τις φιλενάδες στο σεργιάνι σου,
Ο πόνος έγινε χαρά,
ο πόνος έγινε χαρά,
που τα `χουμε ίσα κι ίσα πια τα βάσανα
που αν δεν ήσουνα αιτία δε θα πάθαινα.
Να πετάξουμε τα μάγια μεσ’ στη θάλασσα
και το δέχτηκες καλή μου και παλάβωσα.