Το πετσί που βρήκες Κόλλια, σκάστο, δωσ’ μου τα μισά.
Δε σου δίνω πενταράκι, γιατί έχω συντροφιά.
Κόλλια θα σου την καρφώσω, φέρτα κι άφησέ τα αυτά.
Εγώ βλάμη δε σου δίνω κοροϊδίστικα λεφτά.
Στο ‘πα και στο ξαναλέγω, Κόλλια θα σου ‘ξηγηθώ.
Λόγια εγώ πολλά δεν ξέρω, άντε, στρίβε από δώ.
Τότε ο βλάμης του το σκάει στο αυτί το μυστικό.
Ναι, ο Κόλλιας του μετράει κι αυτουνού το μερδικό.
Γεια σου Κόλλια τσίφτη!