Ξημερώνει και βραδιάζει
και με τρώει το μαράζι,
μα εσένα δε σε νοιάζει,
γένηκες κακιά.
Σαν περνώ απ’ τη γειτονιά σου,
βλέπω στα παράθυρά σου
και μου λέγεις άντε χάσου,
δεν σε θέλω πια.
Σ’ αγαπώ κι εσύ θυμώνεις κι όλο θες να με μαλώνεις,
δε λυπάσαι που με λιώνεις, αχ, δε θυμάσαι τα παλιά μας,
τα λυσσάρικα φιλιά μας, τα μεθύσια τα τρελά μας, αχ,
όλα ήταν μια ψευτιά και δε με θέλεις πια.
Ποιος σε έχει ξεμυαλίσει
κι από με σ’ έχει χωρίσει
να το ξέρεις δε θα ζήσει,
μα την Παναγιά!
Το μπελά σου μη γυρεύεις,
θα’ ρθει η μέρα που θα κλαίγεις
σαν ακούγω όταν μου λέγεις
δεν σε θέλω πια.