Ρίτα Αντωνοπούλου - Ο γκιώνης Тексты

Ήταν δυο αδέλφια πάντα αγαπημένα,
πρόβατα βοσκούσαν σ΄άρχοντα μεγάλο,
Γκιώνη λεν τον ένα, Δήμο λεν τον άλλο.

Κάποια μέρα ο Γκιώνης δυο αρνάδες χάνει
Ψάχνει δεν τις βρίσκει τριγυρνά και κλαίει.
Έρχεται στη στάνη τ’ αδελφού το λέει.

Βρέθηκε κι εκείνος στην κακιά του ώρα
άδικα χολιάζει , σα θεριό θυμώνει,
το μαχαίρι βγάζει και τόνε σκοτώνει.

Οι αρνάδες ήρθαν στο κοπάδι πάλι
κι ο φονιάς τις βλέπει, στέκεται κλαμένος
γέρνει το κεφάλι μετανοημένος.

Κι ο Θεός τον είδε που χτυπά τα στήθη
κλαίει νύχτα μέρα θέλει να πεθάνει
και τον ελυπήθη και πουλί τον κανει.

Και γι αυτό το βράδυ άμα σκοτεινιάζει
το πουλί θλιμένο στο δεντρί κλαρώνει
κι όλη νύκτα κράζει...

Γκιώνη, Γκιώνη, Γκιώνη!
Этот текст прочитали 348 раз.