Μια κοντή κοντούλα εδώ στη γειτονιά,
που `χει μαύρα μάτια και σκούρα μαλλιά.
Η μάνα της τη δέρνει και την τυρρανεί
για να μαρτυρήσει ποιος τη φίλησε.
Μη με δέρνεις μάνα, μη με τυρρανείς,
θα σου μαρτυρήσω ποιος με φίλησε.
Ούτε ξένος είναι, μήτε αλαργινός,
είναι ;; και μελαχρινός.
Μ'αγαπάει μανούλα και τον αγαπώ,
άνδρα θα τον πάρω, θα στεφανωθώ
---------------------------------------------------------------
Μια κοντή κοντού-, μαρή, κοντή κοντούλα μου,
μια κοντή κοντούλα, εδώ στη γειτονιά.
Μια κοντή κοντούλα εδώ στη γειτονιά,
που `χει μαύρα μάτια και ξανθά μαλλιά.
Η μάνα της τη δέ-, μαρή, κοντή κοντούλα μου,
η μάνα της τη δέρνει και την τυρρανά.
Η μάνα της τη δέρνει και την τυρρανά,
για να μαρτυρήσει το ποιος τη φίλησε.
Ούτε ξέ-, κοντού- μαρή, κοντή κοντούλα μου,
ούτε ξένος είναι, ούτε αλαργινός.
Ούτε ξένος είναι, ούτ’ αλαργινός,
γείτονάς μας είναι και σεβαστικός.