Στην αμμουδιά καθόμουνα κι έσπαγα το νταλκά μου,
που μια κακούργα Συριανή, μ’ άναψε στην καρδιά μου.
Σαν πιω ρακή και ζαλιστώ, τρέχω στο σαντουράκι,
για τσίμπα μου τη Συριανή, ν’ αρχίσω ζεϊμπεκάκι.
Σαν πιω ρακή, βρε Συριανή, θα’ ρθω να σε τρακάρω
κι απ’ όλους τους καψούρηδες, κουκλί μου, θα σε πάρω.
Αν μ’ αρνηθείς, βρε Συριανή, αμέσως θα μεθύσω,
και στην καρδιά μια μαχαιριά, θα’ ρθω να σου κολλήσω!