Ψαραντώνης - Ορφέας Тексты

Ακούσατε που γύρισα από τις αυλές του Χάρου
κι όσοι ρωτούν για θάνατο απόκριση να πάρουν
Θα πιουν αθάνατο νερό
Και θα νικήσουν τον καιρό
-τα λάφια τα αμέρωτα
που παίζουν με τον έρωτα λύνουνε κάβους και σκοινιά
κι ανοίγει η ζωή πανιά.

Κάτω στη μαύρη θάλασσα στο μαύρο καλαμιώνα
μες στα καρνάγια οι ψυχές στου Χάρου το λιμίωνα
μου παν τ’ αρχαίο μυστικό
ποιοι φεύγουν απ’ το ριζικό
-κείνοι που σπούνε τις βαριές
τις πόρτες και τις σιδεριές
να φύγουν τ’ άγρια πουλιά
από τ΄αφέντη κελιά.

Στη γη του μαύρου φεγγαριού στα παγωμένα μέρη
Βρήκα τα χνάρια του φονιά και του `στησα καρτέρι
Να τον ρωτήσω να μου πει
Ποιανού κλωστή δε θα κοπεί
-κείνων που κρύβουν τη φωτιά μέσα στα στήθια τους βαθιά
Και αγκαλιάζουν το βοριά
Να γίνει η σπίθα πυρκαγιά.

Στου Κάτω κόσμου τα σκαλιά πήγα για να ρωτήσω
για μια καρδιά που αγάπησα αν θα γυρίσει πίσω
και μου ΄πε πως θα τηνε δω
όταν θα σιγοτραγουδώ
-να λέει με το στόμα μου
να μπαίνει μες στο σώμα μου
πρώτη να σέρνει το χορό
να την ξεχάσω δεν μπορώ….
Этот текст прочитали 323 раз.