Πήρα αγκαλιά ένα όνειρο,
μια ελπίδα από το χέρι
κι έψαχνα εσένα συντροφιά
μα ήταν γύρω συννεφιά
χειμώνα καλοκαίρι,
κι έψαχνα εσένα συντροφιά
μα ήταν γύρω συννεφιά
χειμώνα καλοκαίρι.
Πήρες τη βάρκα της ζωής
κι έμεινα στ’ ακρογιάλι,
δίχως, καθόλου, να ντραπείς,
με ξύπνησες για να μου πεις:
"ξανακοιμήσου πάλι",
δίχως, καθόλου, να ντραπείς,
με ξύπνησες για να μου πεις:
"ξανακοιμήσου πάλι".
Τις στράτες πήρα, τα στενά
μα πουθενά δε σ’ είδα,
πώς θες να ζήσει μια καρδιά
μ’ ένα καημό κάθε βραδιά
και μια βαθειά ελπίδα,
πώς θες να ζήσει μια καρδιά
μ’ ένα καημό κάθε βραδιά
και μια βαθειά ελπίδα.