Έδενε η πρύμνη τα νερά
κι η πλώρη τα `χε σκίσει
και είχαμε μεθύσει
με δυο γουλιές χαρά.
Έσκυβε πέρα ο ουρανός
να γίνει ακρωτήρι
κι εσύ μες στο ποτήρι
εχόρευες γυμνός.
Γαλάζια νύχτα του Ιούλη
τα χέρια μας στην κουπαστή
τρέμαν οι βάρκες στο καρούλι
και είχαμ’ αποξεχαστεί.
Άνεμος με ξανθά μαλλιά
έτρεχε μες στο κύμα
και μ’έσφαζε ένα κρίμα
σαν μαχαιρίλα παλιά.
Γιατί δεν είχα γεννηθεί
την ώρα εκείνη μόλις
που της ζωής μου όλης
ανθούσαν οι ανθοί.
Этот текст прочитали 327 раз.