Κάν’ τε πίσω πήραν φωτιά οι ψευτιές μου
Ο Θεός μου είπε να αγαπήσω τους φόβους του,
τους φόβους του
Εκείνη με φίλησε τρυφερά και φώναξε:
Κάνε ό,τι θέλεις πια,
κάνε ό,τι θέλεις πια,
κάνε ό,τι θέλεις πια.
Έξω ποιος μπορεί να με σώσει;
Ποιος θα σκεφτεί τη μόνη αλήθεια να πει
που ομορφαίνει κόσμους σαν βροχή και σαν χιόνι;
Ποιος θα σκεφτεί τη μόνη αλήθεια να πει
που ανασταίνει;
Θα ξαπλώσω στην άμμο να μ’ αγαπήσουν οι γλάροι
και ένα γκρεμισμένο φεγγάρι,
ένα χαλασμένο φεγγάρι,
ένα άθλιο φεγγάρι.
Ένα σκοτωμένο φεγγάρι,
ένα ηλίθιο φεγγάρι
θα κρεμάσω στον ουρανό.
Έξω ποιος μπορεί να με σώσει;
Ποιος θα σκεφτεί τη μόνη αλήθεια να πει
που ομορφαίνει κόσμους σαν βροχή και σαν χιόνι;
Ποιος θα σκεφτεί τη μόνη αλήθεια να πει
που ανασταίνει;