Μεσ’ στου Μαρίνου το τσαρδί κτυπήσανε ένα παιδί,
τον Μανώλη, τον Μανώλη τον ντερβίση,
κι ως το βράδυ, κι ως το βράδυ δε θα ζήσει.
Όταν πεθάνω φωτιές ν’ ανάψτε
και να με κλάψτε και να με κλάψτε, αααχ.
Για μια γυναίκα δηλαδή
πάει το καλύτερο παιδί,
Τρίτη βράδυ, Τρίτη βράδυ του τη στήσαν,
στο σκοτάδι, στο σκοτάδι τον κτυπήσαν.
Σαν τις μαύρες τις στιγμές
κλαίνε μπουζούκια και πενιές,
κλαίει κι, κλαίει κι η παρέα όλη,
το ντερβίση, το ντερβίση το Μανώλη.
Όταν πεθάνω φωτιές ν’ ανάψτε
και να με κλάψτε και να με κλάψτε, αααχ.