Μόλις ο κόσμος έρχεται,
θολός στα δυο μου μάτια
το στόμα μου πικραίνεται
νιώθω χίλια κομμάτια.
Ζαλίζομαι σαν σηκωθώ,
αηδιάζω αμέσως
κι ορκίζομαι πως δεν θα πιω
για μια βδομάδα ίσως.
Ρίχνω νερό στο πρόσωπο
τη μύτη μου αδειάζω
καφέ πικρό,πολύ πικρό
πίνω κι αναστενάζω
Συνέρχομαι στο μεταξύ
και σκέφτομαι τι χάλι
έτσι να γίνομαι στουπί
κι αηδιάζω πάλι.
Βγαίνω στο δρόμο γρήγορα
να με φυσήξει αέρας
βλέπω γνωστούς και ντρέπομαι
πρησμένος νιώθω,τέρας.
Ώρα αιχμής στην αγορά
ο διάολος να πάρει
τα ουζερί γεμίζουνε
κι εγώ τρέμω σαν ψάρι.
Στην παραλία περπατώ
ήλιο να δω ν’ ανθίσω
στο καφενείο κάθομαι
με φίλους να μιλήσω.
Μια μπύρα λέω θα την πιω
να πάρει την καούρα
το λάθος νάτο το `κανα
αρχίστε την καζούρα.
Μπύρες πολλές κατέβασα
ουίσκι μάνι μάνι
ο ήλιος έδυσε γλυκά
δεξιά προς το λιμάνι.
Κι αν το τραγούδι άρχισε
με μια ορκωμοσία
ύμνος στο τέλος γίνεται
για την οινοποσία.
Этот текст прочитали 286 раз.