Όπως η άνοιξη της γης τα φύλλα χρωματίζει,
κάθε ματιά σου την καρδιά τση σκέψης λουλουδίζει.
Τα καλντερίμια ανθίζουνε όντε* θα βγει σεργιάνι
και μοιάζει του βασιλικού η μυρωδιά που βγάνει.
Στη γλάστρα την πελεκητή, βασιλικός δεν κάνει,
μόνο τσ’ αγάπης ζωγραφιά και του σεβντά βοτάνι.
Να ‘σουνα του βασιλικού κλαδί στη γειτονιά μου,
να τα κεντώ στα φύλλα σου τ’ αναστενάγματά μου.
Ξερό κλαδί βασιλικού ποιος θέλει να ποτίσει;
Λουλούδι που μαράθηκε ποιος θέλει να μυρίσει;
Κλαδιά ξερά ποτίζω ‘γώ, βιόλες ξερές μυρίζω
και της ελπίδας το δεντρί αργά ταχιά* σκαλίζω.
Μίλιε βασιλικού κλαδί και πείσματα μην κάνεις,
μες το χιονιά που μ’ έριξες λίγο να με ζεστάνεις.
Ως είν’ το σφακολούλουδο* στη γυροποταμίδα*,
ετσά ‘ταν και τα χείλη μου, οψές που δεν την είδα.
Είδα την πάλι σήμερο κι ας ήταν κι απ’ αλάργο*
και μίσεψε από πάνω μου τ’ ανέφαλο* το μαύρο.
Этот текст прочитали 587 раз.