Πάνος Ράπτης - Ροβινσώνες Тексты

Θεριό ανήμερο η ψυχή και πώς να τη μερώσεις,
πηδάει τα χαακώματα κι αρχίζει τον καυγά,
εκεί που πας να κοιμηθείς κι αργεί να ξημερώσει
σκορπάει την ησυχία σου και ρέστα σου ζητά.

Μ’ απ’ όσα αφήσαμ’ ορφανά, τα πιο ακριβά όνειρά μας,
και χάθηκε απ’ τα μάτια μας μια νύχτα η φωτιά,
του χρόνου τα φαντάσματα στοιχειώνουν τη χαρά μας
και τα παλιά τα λάφυρα σαπίζουν στη γωνιά.

Έμειναν λέξεις αδειανές, συνθήματα στον τοίχο,
μα η φωνή της μοναξιάς ποτέ δεν είχε ήχο.

Σα Ροβινσώνες, ναυαγοί σ’ άγνωστο ερημονήσι,
κι απ’ τους ορίζοντες μακριά το πλοίο δεν περνά,
όποιος καιρό χαράμισε θα τρέχει να ζητήσει
συγγνώμη στη μισή ζωή που πίσω δε γυρνά.

Έμειναν λέξεις αδειανές, συνθήματα στον τοίχο,
μα η φωνή της μοναξιάς ποτέ δεν είχε ήχο.
Этот текст прочитали 319 раз.