Καλά μας πεταρίσματα, μπάμπουρες που γυρνάτε;
Στις εσχατιές του κόσμου αυτού, στ’ αφτιά μας να ξερνάτε
μέλια γλυκά, μελίσματα, χωνέψτε γύρη, βουίξτε
μνήμες, ήθη και θύμισες, μύρια λουλούδια ανθίστε!
Γιατί οι ραγιάδες πλήθυναν, θωριές φοράνε ίδιες
ίδια λαλιά, μαύρα πουλιά γυρνάν έξω τις νύχτες.
Δείξτε τους πως τα έλατα δε ζουν με τ’ αλμυρίκια
και των Εγγλέζων σπάστε τους γκέμια και καμιτσίκια
Ζαλίστε τους μ’ αλλιώτικα παιξίματα να μάθουν
πως κάθε ανθρώπου την ψυχή, τα έθιμα του πλάθουν.
Μ’ αυτά τρανεύει και σκορπά, σπόρο, δικό του χρώμα,
ελεύθερος έτσι γερνά και γέρνει στο ίδιο χώμα.
Τη ρίζα κι αν βαλθήκανε να πνίξουν με φαρμάκια,
Ρίξε νερό απ’ της καρδιάς τα εύφορα τ’ αυλάκια.
Ρίξε δουλειά στους τρόπους σου, στο ύφος το δικό σου
Γενιά φτωχιά μου, μίζερη ξύπνα απ’ τον λήθαργό σου.
Και πες τους πως ο διάολος κι ένα σωστό αν τύχει
βουλιάζει και ξεχύνεται, πνίγεται σαν καθίκι!
Ξεκίνα απ’ τ’ άγριομέλισσα, στου Πόντου τα παράλια
που αίμα ξεβράζουνε νωπό στον Καύκασο, στα Ουράλια!
.
Σταμάτα και κουβέντιαζε μ’ Άγιους Καππαδόκες,
άδραξε Αλεξάνδρειες απ’ των Καλλάς τις ρόκες.
Στη Κύπρο σπάσε ένα σπαθί και ρώτα πως ενώνει,
κι αν είν’ του Ακρίτα, ούτε φωτιά το μέταλλο δε λιώνει.
Πάρε μαχαίρι κρητικό και βάλτο στο λαιμό σου,
να σου θυμίζει τι χρωστάς σε κάθε προγονό σου.
Πάρε κι ένα εκατόφυλλο και σκόρπα το στο Αιγαίο,
να γίνει κάθε πέταλο κι ένα νησί σπουδαίο.
Πιάσε λιμάνι πύρινο, Σμύρνη, να τραγουδήσεις,
και μες τη Πόλη τη Σοφιά ξανά να προσκυνήσεις.
Στη Ρωμυλία σκάρωσε σλάβικο αλφαβητάρι,
κι ένα θρακιώτικο χορό με κάθε αναστενάρη.
Κι αν πέσεις στ’ αγιορείτικα πάρε αγιασμό και νάμα
στη γη τη μακεδονική ν’ αγιάζεις κάθε μάνα.
Κάθε πατέρα, αχ! ξενιτιά, Βορειοηπειρώτη.
Πάρε κι ιδρώτα απ’ αδερφό και Θεσσαλό αγρότη.
Κόψε και τα επτά νησιά, στεφάνια να τα πλέξεις
και τα γρεκάνικα χωριά κουμπάρους, να παντρέψεις
τη Ρούμελη με το Μωριά, Ανθρώπους να γεννήσουν
ξανά, το απέθαντο αγαθό, στον κόσμο να χαρίσουν.