Ταξιδεύω χρόνια στο κατάστρωμα
και τις νύχτες πάω στην κουπαστή
με φυσάει ο αέρας καθώς χάνομαι
κι έτσι αισθάνομαι τι θα μου συμβεί.
Προσπερνάω λιμάνια κατασκότεινα
ρημαγμένες, ένδοξες στεριές
και με θάρρος βλέπω τον ορίζοντα
που μου γνέφει, έλα αν το θες.
Βίρα να φύγουμε
έχω στ’ αμπάρι μου
χίλια διλήμματα
κι όσους δεν τόλμησαν
να ακολουθήσουν
της καρδιάς τους τα βήματα.
Το καράβι αυτό είναι η πόλη μου
με τους δρόμους και τις γειτονιές,
ζούνε εκεί οι πιο μεγάλοι φόβοι μου
κι η αγάπη σου τις Κυριακές.
Με κυκλώνουν κύματα τεράστια
φαντασία έχω αρκετή, περισσή
σ’ ένα σπίτι μένω στα προάστια
κι από κει σαλτάρω το πρωί.
Этот текст прочитали 222 раз.