Για μένα τα χρόνια δε φεύγουν ποτέ,
τους δίνω ένα χάδι και μένουν για πάντα
όσο κι αν χάσουν αντέχουνε και μου γελάνε.
Οι άνθρωποι είναι για μένα σκιές
που φαίνονται μόνο όταν δύσει ο ήλιος
μένουν μακριά, πίσω απ’ τις βροχές με κοιτάνε.
Κι εγώ ταξιδεύω, παλεύω να γίνω βυθός,
να κλέψω τη θάλασσα,
ν’ αλλάξω δέρμα, να γίνω της άνοιξης φως,
ν’ ανθίσει ό,τι αγκάλιασα.
Για μένα τα φύλλα γεννιούνται ξερά,
ζουν ραγισμένα ώσπου να `ρθει αέρας.
Δένονται τότε στα δέντρα σφιχτά, μου μιλάνε.
Οι πόλεις για μένα λευκές φυλακές,
στους τοίχους τους ψάχνω μια τρύπα να φύγω.
Άγνωστες κρύβουν χαμένες ψυχές με κρατάνε
Этот текст прочитали 216 раз.