Ένας λεβέντης ξαγρυπνά
στο σκοτεινό κελί του,
μες στα μπουντρούμια τα φριχτά
τον `ρίξαν οι εχθροί του.
Δεν τον φοβίζουν τα κελιά,
δεν τον τρομάζει ο χάρος,
μονάχα στη μανούλα του
ζητάει να δώσουν θάρρος.
Κι αν σκλάβο τώρα τον κρατούν
οι μαύρες αλυσίδες,
αυτός μ’ ένα χαμόγελο
στους άλλους δίνει ελπίδες.
Δεν τον φοβίζουν τα κελιά,
δεν τον τρομάζει ο χάρος,
μονάχα στη μανούλα του
ζητάει να δώσουν θάρρος.
Δεν έφταιξε σε τίποτα
και χάρη δεν του δίνουν,
τα δάκρυα της μάνας του
κατάρες θα του γίνουν.
Δεν τον φοβίζουν τα κελιά,
δεν τον τρομάζει ο χάρος,
μονάχα στη μανούλα του
ζητάει να δώσουν θάρρος.
Этот текст прочитали 348 раз.