Στάσου στην όχθη και κοίτα το ρέμα
τι κουβαλάει στο μαύρο νερό
δέντρα κομμένα ψοφίμια και αίμα
γέλιο κυμάτων και κλάμα χλωρό.
Ποιος είμαι, που πάω, ρωτάω, ζητάω
τι φεύγει, τι μένει και τι δε γερνά.
Στάσου στην όχθη του άπειρου χρόνου
δες τι γοργά ταξιδεύει το φως.
Σκύψε ν’ ακούσεις το θρήνο του πόνου
που της χαράς είναι σταυραδελφός.
Ποιος είμαι, που πάω, ρωτάω, ζητάω
τι φεύγει, τι μένει και τι δε γερνά.
Στάσου στην όχθη και δες το ποτάμι
μη σε πλανέψει βουή και βυθός
γη κι ουρανό και ζωή και καλάμι
τα κυβερνάει ο ίδιος ρυθμός.
Ποιος είμαι, που πάω, ρωτάω, ζητάω
τι φεύγει, τι μένει και τι δε γερνά.