Θεέ μου εσύ που από πάνω κοιτάς
πες μου δε σε πληγώνει;
Πώς σου βαστάει έτσι να μας κρατάς
στη βρωμιά και στη σκόνη;
Στόματα ορθάνοιχτα στον ουρανό,
ξεραμένα πηγάδια.
Σπασμένα νύχια σε χώμα ξερό,
διψασμένα λιβάδια.
Ρίξε επιτέλους μια ωραία βροχή
τη βρωμιά να ξεπλύνεις,
να βγούμε έξω στους δρόμους γυμνοί
τις ψυχές μας να πλύνεις,
να κατεβαίνουν ποτάμια οι χαρές
και να μας πλημμυρίσουν
κι οι τρομαγμένες καρδιές μας
να ξαναγαπήσουν.
Θεέ μου εδώ κάτω είναι μια ερημιά
που στεγνώνει ποτάμια.
Δεν έχει μείνει ελπίδα καμιά,
ξεραμένα καλάμια.
Χέρια απλωμένα για λίγο νερό,
χάδια αφυδατωμένα.
Καν’ το για αυτούς που προσμένουν καιρό.
Θεέ μου καν’ το για μένα.
Ρίξε επιτέλους μια άγρια βροχή
τη βρωμιά να ξεπλύνεις,
να βγούμε έξω στους δρόμους γυμνοί
τις ψυχές μας να πλύνεις,
να κατεβαίνουν ποτάμια οι χαρές
και να μας πλημμυρίσουν
κι οι τρομαγμένες καρδιές μας
να ξαναγαπήσουν.